- τηλεπικοινωνιακός
- -ή, -ό, Ν [τηλεπικοινωνία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τηλεπικοινωνίες («τηλεπικοινωνιακό δίκτυο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεπικοινωνιακός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που σχετίζεται με την τηλεπικοινωνία: Τηλεπικοινωνιακά μηχανήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
ραδιοδέκτης — ο, Ν (ραδιοηλ.) 1. τηλεπικοινωνιακός δέκτης χρησιμοποιούμενος στις ραδιοεπικοινωνίες 2. δέκτης ραδιοφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθ. λ., πρβλ. αγγλ. radio receiver (βλ. λ. ραδιόφωνο / ράδιο)] … Dictionary of Greek
ραδιοπομπός — ο, Ν (επικοιν.) τηλεπικοινωνιακός πομπός που χρησιμοποιείται στις ραδιοεπικοινωνίες, αλλ. ασύρματος ή ραδιοηλεκτρικός πομπός … Dictionary of Greek
Ψηφιακή, τεχνολογία — Τα συστήματα ψηφιακής τεχνολογίας (π.χ. οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ο τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός κ.λπ.) χρησιμοποιούν ψηφιακά σήματα για τη μετάδοση των δεδομένων. Οι ηλεκτρικοί παλμοί αναπαριστώνται με δυαδικά ψηφία στα ψηφιακά σήματα. Η τάση … Dictionary of Greek